Κυριακή 5 Απριλίου 2015

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ-PELOPONNESE

Διοίκηση
Μητρόπoλη: Πάτρα
Περιφέρειες: Δυτικής Ελλάδας
Πελοποννήσου
Αττικής
Γεωγραφία και στατιστική
Πληθυσμός: 1.100.071 (2001)
Η Πελοπόννησος (γνωστή και ως Μωρέας ή Μωριάς) είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Βρίσκεται στα νότια του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας και συνδέεται με τη Στερεά Ελλάδα μέσω μιας στενής λωρίδας γης, του Ισθμού της Κορίνθου, στον οποίο το 1893 κατασκευάστηκε η ομώνυμη διώρυγα, μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε νησί. Επιπλέον, από το 2004 η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου συνδέει την Πελοπόννησο με την Στερεά Ελλάδα και την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα. Η Πελοπόννησος διαιρείται διοικητικά σε επτά νομούς (Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία, Αρκαδία, Λακωνία, Αργολίδα και Κορινθία, με ένα μικρό τμήμα της να υπάγεται στο νομό Αττικής) και από το 1986 σε δύο περιφέρειες, τη Δυτικής Ελλάδας και την περιφέρΌρηα Πελοποννήσου (και ένα μικρό τμήμα αντίστοιχα, στην Περιφέρεια Αττικής). Έχει έκταση 21.439 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 1.086.935 κατοίκους. Αποτελεί ιστορική κοιτίδα του ελληνισμού και κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Σε αυτήν αναπτύχθηκε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός και κατοίκησαν και τα τρία κυριότερα ελληνικά φύλα (Αχαιοί, Ίωνες και Δωριείς), ενώ στην Πελοπόννησο βρίσκονταν ορισμένες από τις σπουδαιότερες πόλεις-κράτη, όπως η Σπάρτη, η Κόρινθος και το Άργος. Αποτέλεσε θέατρο των περισσότερων πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στον ελληνικό χώρο με κορυφαία παραδείγματα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και την Ελληνική Επανάσταση, ενώ γνώρισε διάφορους κατακτητές όπως Ρωμαίους, Φράγκους, Οθωμανούς κ.ά. Μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου είναι η Πάτρα με δεύτερη κατά σειρά πόλη την Καλαμάτα.

Κόλποι
Η Διώρυγα της Κορίνθου χωρίζει την Πελοπόννησο από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Συνορεύει και βρέχεται από τα εξής:
Α.: Αιγαίο Πέλαγος (Μυρτώο Πέλαγος, Αργολικός Κόλπος, Σαρωνικός Κόλπος), Δ.: Ιόνιο Πέλαγος, Β.: Κορινθιακός Κόλπος και Πατραϊκός Κόλπος Ν.: Μεσόγειος Θάλασσα
Οι κυριότεροι κόλποι της Πελοποννήσου είναι: ο Αργολικός Kόλπος στα ανατολικά, οι Λακωνικός και Μεσσηνιακός στα νότια, ο Κυπαρισσιακός στα δυτικά και ο Κορινθιακός στα βόρεια. Μικρότεροι κόλποι είναι ο Πατραϊκός κι ο κόλπος της Γαστούνης.

Ακρωτήρια
Τα σημαντικότερα ακρωτήρια είναι το Ρίο, κοντά στην Πάτρα, ο Άραξος, το Δρέπανο (βορειότερο σημείο) η Κυλλήνη στα ΒΔ., το Κατάκωλο στα δυτικά, Ακρίτας, Ταίναρο (νοτιότερο σημείο) και Μαλέας στα νότια και το Σκύλαιο στη χερσόνησο της Αργολίδας.

Χερσόνησοι
Μεγαλύτερες χερσόνησοι είναι της Αργολίδας και της Επιδαύρου στα ανατολικά, της Λιμηράς, της Μάνης στα νότια και της Πυλίας στα νοτιοδυτικά. Πολύ ωραία φαίνεται και η χερσόνησος των Μεθάνων (Μέθανα) - το μόνο ενεργό ηφαίστειο της Πελοποννήσου.

Το έδαφος της Πελοποννήσου είναι ορεινό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, κυρίως στο κέντρο, όπου πλεονάζουν τα οροπέδια. Αντίθετα, υπάρχουν, κοντά στις ακτές, μεγάλες πεδιάδες, όπως της Ηλείας, της Μεσσηνίας, του Άργους, της Αχαΐας, της Τριφυλίας και της Κορινθίας.

Όρη
Τα όρη της Πελοποννήσου είναι μέρος των ορεινών ζωνών της Ελλάδος, καταλαμβάνουν όλο το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου και τα μεγαλύτερα μέρη των ανατολικών και δυτικών τμημάτων της.
Το βορειότερο βουνό της Πελοποννήσου είναι το Παναχαϊκό (ή Βοδιάς 1.926 μ.) που βρίσκεται στα ΝΑ της Πάτρας. Νότια του Παναχαϊκού υψώνεται το βουνό Ερύμανθος (ή Ωλονός, 2.224 μ.). Νότια του Ερυμάνθου υψώνεται η παραφυάδα του, το βουνό Αστράς (ή Αστερίων ή Λάμπεια, 1.797 μ.), δυτικά το βουνό Σκόλλις (ή Σανταμέρι, 966 μ.) και ΝΑ τα βουνά Φραγκόβουνο (1.946 μ.), Υψούς (ή Κλινίτσα 1.543 μ.), Αφροδίσιο (1.456 μ.), και Μεδάρα (1.327 μ.). Νότια του Ερυμάνθου και του Αστρά βρίσκεται το βουνό Φολόη (798 μ.) και στα νότιά του μετά την κοιλάδα του Αλφειού ποταμού υψώνονται τα βουνά Μίνθη (1.327 μ.), Λύκαιο (1.419 μ.) και Τετράζιο (ή Τετράγιο 1.388 μ.). ΝΔ του Τετραζίου βρίσκονται τα βουνά της Κυπαρισσίας (1.224 μ.) και Α. τους το βουνό Ιθώμη (ή Βουλκάνο 798 μ.). Στα νότια των βουνών της Κυπαρισσίας βρίσκεται το νοτιότερο βουνό της Δυτικής Πελοποννήσου το Λυκόδημο (ή Μαθία 959 μ.).
Τα βορειότερα βουνά της Ανατολικής Πελοποννήσου και της Ανατολικής οροσειράς είναι τα Αροάνια (ή Χελμός 2.341 μ.) στα δυτικά, και η Κυλλήνη (ή Ζήρια 2.376 μ.) στα ανατολικά. Στα νότια των Αροανίων υψώνονται τα βουνά Πεντέλεια (ή Τουρτοβάνα 2.112 μ.) και Μαίναλο (ή Αιντίνι ή Προφήτης Ηλίας Λεβιδίου 1.981 μ.). Στα νότια της Κυλλήνης και ανατολικά των παραπάνω βουνών υψώνονται κατά σειρά από Β. προς Ν. τα αργολιδοαρκαδικά βουνά Ολίγυρτος (ή Σκίπεζα 1.935 μ.), Λύρκειο (ή Γούπατο ή Λυρείσιο, 1.756 μ.), Τραχύ (1.616 μ.),ο Μαλεβός (1.772 μ.), Κτενάς (1.599 μ.) και Παρθένιο (ή Pοϊνό, 1.215 μ.). Νότια του Μαινάλου και μετά το οροπέδιο της Ασέας εκτείνεται η οροσειρά του Πάρνωνα (1.936 μ.) που τελειώνει στο ακρωτήριο Ιέραξ. Νότια της Μεγαλόπολης και δυτικά του Πάρνωνα εκτείνεται το ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου, ο Ταΰγετος (2.407 μ.) και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Στα ΒΑ της Πελοποννήσου εκτείνονται τα βουνά Τραπεζώνα (1.139 μ.), Αγγελόκαστρο (1.080 μ.), Αραχναίο (1.119 μ.). Στα νότια του Αραχναίου βρίσκονται τα όρη Δίδυμο (1.113 μ.) και Αδέρες (ή Δάριζα 721 μ.).
Μεταξύ της Κυλλήνης, των Αροανίων Όρων και του Κορινθιακού κόλπου βρίσκονται τα βουνά Φτέρη (ή Κλοκός 1.779 μ.), Χελιδορέα (1.757 μ.), Ευρωστίνη (1.208 μ.), Πιτσαδέικο (1.176 μ.), Παναγιά (732 μ.). Στα βόρεια των βουνών Τραπεζώνας υπάρχουν τα όρη Φωκάς (ή Απέσας 873 μ.), Σκιώνα (703 μ.), ο Ακροκόρινθος (578 μ.) και τα Όνεια Όρη (599 μ.).

Πεδιάδες
Οι κυριότερες πεδιάδες της Πελοποννήσου βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του διαμερίσματος. Είναι η πεδιάδα της Αχαΐας και η πεδιάδα της Μανωλάδας. Οι δύο μαζί αποτελούν την πεδιάδα της Ηλείας. Στα δυτικά των βουνών της Κυπαρισσίας απλώνεται η στενή παραλιακή πεδιάδα της Κυπαρισσίας-Γαργαλιάνων. Τέλος στο ΝΔ τμήμα της Πελοποννήσου εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσσηνίας. Στην Ανατολική Πελοπόννησο υπάρχουν, στο Β. μέρος η Αργολική πεδιάδα, η οποία απλώνεται ως την πεδιάδα του Κρανιδίου και στο νότιο τμήμα η πεδιάδα του Έλους, η οποία προς τα Β. συνεχίζεται με την κοιλάδα του Ευρώτα και προς Ν. με τις παραλιακές πεδιάδες Ασωπού και Νεάπολης Βοιών. Στα βόρεια της Πελοποννήσου υπάρχει μια στενή παραλιακή πεδιάδα, η οποία φέρει διάφορες τοπικές ονομασίες, όπως πεδιάδα της Βόχας, του Αιγίου, Σικυώνιο Πεδίο κλπ.
Εκτός από τις πεδιάδες υπάρχουν και αξιόλογα οροπέδια. Αυτά είναι οι λεκάνες της Μαντινείας, Τεγέας και Ασέας. Και τα δύο μαζί ονομάζονται Οροπέδιο της Τρίπολης. Δυτικά από αυτό το οροπέδιο βρίσκεται το οροπέδιο της Μεγαλόπολης. Επίσης μεταξύ Αροανίων και Κυλλήνης υπάρχουν τα μικρά οροπέδια του Φενεού και της Στυμφαλίας.

Νησιά
Τα νησιά που ανήκουν στο διαμέρισμα της Πελοποννήσου είναι: Πρώτη, Σφακτηρία, Σαπίεντζα, Αγία Μαριανή, Σχίζα και Βενετικό που βρίσκονται μεταξύ των ακρωτηρίων Μάραθο και Ακρίτα.
Στο Λακωνικό Κόλπο υπάρχει η Ελαφόνησος. Ακόμη στον Αργολικό κόλπο υπάρχουν τα νησιά Ρόμβη, Ψηλή και Πλατειά. Άλλα πλησιέστερα νησιά είναι: τα Κύθηρα, το μεγαλύτερο σ' έκταση και τα Αντικύθηρα, στα νοτιοανατολικά, οι Στροφάδες, στην παραλία των Φιλιατρών, και τα νησιά του Αργοσαρωνικού: Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος Αίγινα και η χερσόνησος Μέθανα.

Ποταμοί και ύδατα
Οι κυριότεροι ποταμοί της Πελοποννήσου είναι οι εξής: Ο Αλφειός που είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Πελοποννήσου. Πηγάζει από τα οροπέδια Ασέας και Μεγαλόπολης, δέχεται νερά από παραποτάμους και χύνεται στον κόλπο της Κυπαρισσίας. Ο Γλαύκος, που πηγάζει από τον Παναχαϊκό και χύνεται Ν. της Πάτρας. Ο Πηνειός της Ηλείας, ο οποίος πηγάζει από τα όρη Ερύμανθος και Λάμπεια και χύνεται στον κόλπο της Κυλλήνης. Η Νέδα, το μοναδικό ποτάμι στην Ελλάδα με θηλυκό όνομα, χύνεται στον κόλπο της Κυπαρισσίας. Πηγάζει από τα βουνά Μίνθη, Λύκαιο και Τετράζιο. Ο Νέδων που πηγάζει από τον Ταΰγετο και χύνεται στον Μεσσηνιακό κόλπο. Ο Βελίκας που πηγάζει από τα βουνά της Κυπαρισσίας και χύνεται στον Μεσσηνιακό κόλπο. Ο Ευρώτας που πηγάζει από το οροπέδιο της Μεγαλόπολης, δέχεται και τα νερά του Ταΰγετου και Πάρνωνα και χύνεται στο Λακωνικό κόλπο. Οι ποταμοί Τάνος, Κεφαλάρι και Ίναχος που πηγάζει από τα βουνά Λύρκειο και Τραχύ και χύνεται στον Αργολικό κόλπο.
Εκτός των ποταμών υπάρχουν και αρκετοί χείμαρροι, όπως ο Σύθος, ο Δερβένιος, ο Κρειός, ο Βουραϊκός, ο Κερυνίτης, ο Ασωπός, ο Σελινούντας, ο Γκούρας, ο Φοίνικας. Από τους χειμάρρους ο Ασωπός και ο Σελινούντας θεωρούνται ποταμοί Αξιόλογες λίμνες δεν υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Υπάρχουσες σήμερα λίμνες είναι η Τάκα, η Στυμφαλία, η τεχνητή του Λάδωνα που δημιουργήθηκε με την κατασκευή των υδροηλεκτρικών έργων και η λίμνη Δόξα μία τεχνητή λίμνη σε υψόμετρο 900 μέτρων.

Στις ακτές της Ηλείας κυρίως υπάρχουν αρκετές λιμνοθάλασσες και γενικά στην περιοχή αυτή τα νερά της θάλασσας είναι πολύ ρηχά. Οι κυριότερες λιμνοθάλασσες της Πελοποννήσου είναι της Αγουλινίτσας, της Μουριάς, του Καϊάφα, και στο Κοτύχι Στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, τα ορεινά συγκροτήματα σχηματίζουν δύο μεγάλα λεκανοπέδια, της Τρίπολης και της Μεγαλόπολης.

Κύριες Πόλεις
Πάτρα με πληθυσμό 214.580 κατοίκους,
Καλαμάτα με πληθυσμό 54.100 κατοίκους,
Τρίπολη με πληθυσμό 47.457 κατοίκους,
Κόρινθος με πληθυσμό 41.176 κατοίκους,
Πύργος με πληθυσμό 34.902 κατοίκους,
Άργος με πληθυσμό 28.209 κατοίκους,
Αίγιο με πληθυσμό 20.422 κατοίκους,
Αμαλιάδα με πληθυσμό 18.261 κατοίκους,
Σπάρτη με πληθυσμό 16.239 κατοίκους,
Ναύπλιο με πληθυσμό 14.203 κατοίκους.

Σεισμογραφία
Πολλές περιοχές της Πελοποννήσου προσβάλλονται από σεισμούς, αρκετές φορές καταστρεπτικούς. Γενικά διακρίνονται οι εξής σεισμικές περιοχές: τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα η δυτική ακτή της Μεσσηνίας, η περιοχή της Κορινθίας και η περιοχή της Αργολίδας, καθώς κι η κεντρική Πελοπόννησος (Αρκαδία). Καταστρεπτικοί σεισμοί έγιναν το 464 π.Χ. στον Ευρώτα και τον Ταΰγετο, το 373 π.Χ. (καταποντισμός της αρχαίας Ελίκης, καταστροφή των Βούρων), το 1817 και 1861 στο Αίγιο, το 1928 στην Κόρινθο, το 1947 στην Πυλία, το 1986 στην Καλαμάτα.

Ιστορία της Πελοποννήσου

Η χερσόνησος είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της Ευρώπης κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο την Εποχή του Χαλκού από το οχυρό του στις Μυκήνες στα βορειοανατολικά της χερσονήσου. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κατέρρευσε ξαφνικά στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι πολλές από τις πόλεις και τα ανάκτορά του φέρουν ίχνη καταστροφής. Η περίοδος που ακολούθησε, γνωστή ως Γεωμετρική εποχή, χαρακτηρίζεται από απουσία γραπτών μαρτυριών.
Το 776 π.Χ. διεξήχθησαν στην Ολυμπία οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες και η χρονολογία αυτή χρησιμοποιείται μερικές φορές ως δηλωτική της αρχής της κλασικής περιόδου της αρχαιότητας. Κατά την Κλασική αρχαιότητα η Πελοπόννησος ήταν το επίκεντρο των υποθέσεων, διέθετε μερικές από τις ισχυρότερες πόλεις-κράτη και ήταν ο τόπος μερικών από τις πιο αιματηρές μάχες της. Εδώ ήταν οι μεγάλες πόλεις Σπάρτη, Κόρινθος, Άργος και Μεγαλόπολη και η βάση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Στους Περσικούς Πολέμους πολέμησαν στρατιώτες από τη χερσόνησο, που επίσης υπήρξε θέατρο του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 - 404 π.Χ. Στα ελληνιστικά χρόνια, η σημαντικότερη δύναμη της Πελοποννήσου είναι η Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία καταλύεται το 146 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Τότε καταστρέφεται και η Κόρινθος, αλλά θα ξανακτιστεί αργότερα, για να αποτελέσει πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας, που εκτεινόταν από τις Θερμοπύλες ως το Ταίναρο. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η χερσόνησος συνέχισε να ευημερεί αλλά έγινε μια απλή επαρχία, σχετικά αποκομμένη από τις υποθέσεις του ευρύτερου Ρωμαϊκού κόσμου.

Μεσαίωνας
Βυζαντινή διοίκηση
Μετά τη διχοτόμηση της Αυτοκρατορίας το 395, η Πελοπόννησος αποτέλεσε τμήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ερήμωση από την επιδρομή του Αλάριχου το 396-397 π.Χ. οδήγησε στην κατασκευή του Εξαμιλίου τείχους κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης Αρχαιότητας (3ος - 7ος αιώνας μ.Χ.) η χερσόνησος διατήρησε τον αστικό της χαρακτήρα : κατά τον 6ο αιώνα ο Ιεροκλής απαρίθμησε 26 πόλεις στο έργο του Συνέκδημος. Τα τελευταία όμως χρόνια του αιώνα αυτού, η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να έχει σταματήσει ουσιαστικά παντού εκτός από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο και την Αθήνα. Αυτό έχει παραδοσιακά αποδοθεί σε δεινά όπως η πανώλης, σεισμοί και Σλαβικές επιδρομές. Μια από τις σημαντικότερες μάχες δόθηκε κατά τον 6ο αιώνα στην Πάτρα, της οποίας οι κάτοικοι αντιστάθηκαν στους Αβάρους, συμβάλλοντας σημαντικά στην καταστροφή αυτής της μεγάλης απειλής. Περί τα τέλη του 6ου αιώνα κάποιες περιοχές έγιναν αντικείμενο αποικισμού από τους Αβαροσλάβους. Εντούτοις νεότερες αναλύσεις δείχνουν ότι η παρακμή των πόλεων ήταν στενά συνδεδεμένη με την κατάρρευση των υπεραστικών και των περιφερειακών εμπορικών δικτύων, που θεμελίωσαν και υποστήριξαν την αστικοποίηση της ύστερης αρχαιότητας, καθώς επίσης με την απόσυρση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και της διοίκησης από τα Βαλκάνια. Η κλίμακα της Σλαβικής διείσδυσης και εγκατάστασης τους 7ο και 8ο αιώνα αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας. Οι Σλάβοι κατέλαβαν πράγματι το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπως αποδεικνύεται από Σλαβικά τοπωνύμια. Εντούτοις τα εκτεταμένα Σλαβικά τοπωνύμια συσσωρεύτηκαν μάλλον κατά τη διάρκεια αιώνων, παρά ήταν αποτέλεσμα μιας αρχικής ΄΄πλημμύρας΄΄ Σλαβικών εισβολών και πολλά από αυτά φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί από Ελληνόφωνους. Λιγότερα Σλαβικά τοπωνύμια εμφανίζονται στην ανατολική ακτή, που παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών και συμπεριλήφθηκε στο θέμα της Ελλάδος, που συστάθηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ γύρω στα 690. Ενώ η παραδοσιακή ιστοριογραφία χρονολογεί την άφιξη των Σλάβων στη νότια Ελλάδα στα τέλη του 6ου αιώνα δεν υπάρχει μαρτυρία Σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο πριν το 700, που πιθανόν αποίκησε μια ειδάλλως έρημη περιοχή.
Υπήρχε συνέχεια του Πελοποννησιακού πληθυσμού, ιδιαίτερα στη Μάνη και στην Τσακωνιά, όπου οι Σλαβικές εισβολές ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Στα τέλη της δεκαετίας του 780 τρία σημαντικά κέντρα - η Μονεμβασιά, η Πάτρα και η Τροιζήνα - βρίσκονταν πάλι στα χέρια των Βυζαντινών. Πολλοί Ελληνες από τη Μικρά Ασία, τη Σικελία και την Καλαβρία μετεγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, μαζί με μεγάλη ποικιλία διαφορετικών τοπικά, εθνικά και θρησκευτικά ομάδων (Εβραίοι, Αρμένιοι, Καφέροι, Θρακέσιοι, Τσάκωνες και Μαρδαίτες). ολόκληρη η χερσόνησος συγκροτήθηκε στο νέο θέμα της Πελοποννήσου, με πρωτεύουσα την Κόρινθο, μετά το 800 περίπου.

Φραγκική κυριαρχία και Βυζαντινή ανακατάληψη
Το 1205, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τις δυνάμεις της Δ' Σταυροφορίας, οι Σταυροφόροι υπό το Γουλιέλμο Σαμπλίτη και το Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο βάδισαν προ νότον μέσω της ηπειρωτικής Ελλάδας και κατέλαβαν την Πελοπόννησο αντιμετωπίζοντας περιορισμένη τοπική αντίσταση. Οι Φράγκοι τότε ίδρυσαν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, ονομαστικά υποτελές της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Βενετοί κατέλαβαν έναν αριθμό σημαντικών στρατηγικά λιμανιών κατά μήκος των ακτών, όπως το Ναβαρίνο και η Κορώνη, που διατήρησαν μέχρι το 15ο αιώνα. Οι Φράγκοι καθιέρωσαν ως λαϊκό το όνομα Μωρέας για τη χερσόνησο, που αρχικά εμφανίζεται ως το όνομα μικρής επισκοπής στην Ηλεία κατά το 10ο αιώνα. Η ετυμολογία του είναι αμφισβητούμενη αλλά η επικρατέστερη είναι ότι προέρχεται από το δέντρο μουριά (μορέα), του οποίου τα φύλλα μοιάζουν στο σχήμα με τη χερσόνησο.
Η Φραγκική κυριαρχία όμως στη χερσόνησο υπέστη σοβαρό πλήγμα μετά τη Μάχη της Πελαγονίας (1259), οπότε ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τα πρόσφατα κατασκευασμένα κάστρο και ανάκτορο στο Μυστρά, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, στο αναγεννημένο Βυζάντιο. Αυτή η επαρχία (και αργότερα ημιαυτόνομο Δεσποτάτο προχώρησε σε σταδιακή ανακατάληψη του Φραγκικού πριγκιπάτου μέχρι το 1430. Η ίδια περίοδος σημαδεύτηκε επίσης από την εισροή Αλβανών εποίκων στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, που υπήρξαν οι πρόγονοι των Αρβανιτών.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν να κάνουν επιδρομές στην Πελοπόννησο γύρω στα 1358, αλλά αυτές εντάθηκαν μόνο μετά το 1387, όταν ανελαβε τον έλεγχο ο δυναμικός Εβρενός Μπέη. Εκμεταλλευόμενος τις διαμάχες μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων λεηλάτησε όλη τη χερσόνησο και υποχρέωσε τόσο τους Βυζαντινούς δεσπότες, όσο και τους Φράγκους ηγεμόνες που είχαν απομείνει, να αναγνωρίσουν την Οθωμανική επικυριαρχία και να πληρώνουν φόρους. Αυτή η κατάσταση συνεχίσθηκε μέχρι την ήττα των Οθωμανών στη Μάχη της Άγκυρας το 1402, μετά την οποία η Οθωνανική ισχύς για κάποιο διάστημα περιορίστηκε. Οι Οθωμανικές εισβολές στο Μωριά επαναλήφθηκαν υπό τον Τουραχάν μπέη μετά το 1423. Πασρά την ανακατασκευή του Εξαμιλίου τείχους στον Ισθμό της Κορίνθου οι Οθωμανοί υπό το Μουράτ Β΄ το παραβίασαν το 1446, αναγκάζοντας τους Δεσπότες του Μωρέα να αναγνωρίσουν εκ νέου την Οθωμανική επικυριαρχία, όπως και πάλι υπό τον Τουραχάν το 1452 και το 1456. Μετά την κατάληψη του Δουκάτου των Αθηνών το 1456, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το ένα τρίτο της Πελοποννήσου το 1458 και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ εξάλειψε τα υπολείμματα του Δεσποτάτου το 1460. Το τελευταίο Βυζαντινό οχυρό, το Κάστρο του Σαλμενίκου, υπό το διοικητή του Γραίτζα Παλαιολόγο άντεξε μέχρι τον Ιούλιο του 1461. Μόνο τα Βενετικά φρούρια της Μεθώνης, Κορώνης, Ναβαρίνου, Μονεμβασιάς, Αργους και Ναυπλίου παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Οθωμανών.

Οθωμανική περίοδος
Τα Βενετικά φρούρια καταλήφθηκαν με μια σειρά Βενετοτουρκικών πόλεμων, με τον πρώτο (1463-1479) με πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και αποτέλεσμα την απώλεια του Αργους, ενώ η Μεθώνη και η Κορώνη έπεσαν το 1500, κατά το δεύτερο πόλεμο (1499-1503). Η Κορώνη και η Πάτρα καταλήφθηκαν σε μια εκστρατεία-σταυροφορία το 1532, υπό το Γενοβέζο ναύαρχο Αντρέα Ντόρια, που προκάλεσε όμως άλλον ένα πόλεμο (1537-1540), κατά τον οποίο χάθηκαν οι τελευταίες Βενετικές κτήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Επαναστάτες μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς του Πέτερ φον Ες.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση η χερσόνησος έγινε επαρχία (σαντζάκι) με 109 ΄΄ζιαμέτια΄΄ και 342 τιμάρια). Κατά την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1687) η πρωτεύουσα ήταν πρώτα στην Κόρινθο (Τουρκικά Γκερντές), αργότερα στο Λεοντάρι (Λονταρί), στο Μυστρά (Μισιστιρέ) και τελικά στο Ναύπλιο (Αναμπολί). Για κάποιο διάστημα στα μέσα του 17ου αιώνα ο Μωριάς έγινε το κέντρο ενός ξεχωριστού βιλαετίου με πρωτεύουσα την Πάτρα (Μπαλιμπαντρά). Μέχρι το θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1570, ο ντοπιος πληθυσμός ( που αριθμούσε περίπου 42.000 οικογένειες γύρω στα 1550) κατάφερε να διατηρήσει ορισμένα προνόμια και ο εξισλαμισμός ήταν αργός, κυρίως μεταξύ των Αλβανών ή των γαιοκτημόνων, που ήταν ενσωματωμένοι στο Οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα. Αν και σύντομα κατάφεραν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των γόνιμων γαιών, οι Μουσουλμάνοι παρέμεναν διακριτή μειονότητα. Οι ντοπιες κοινότητες διατήρησαν μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκησης, αλλά ολόκληρη η Οθωμανική περίοδος χαρακτηριζόταν από τη φυγή του ντοπιου πληθυσμού από τις πεδιάδες στα βουνά. Αυτό προκάλεσε τη δημιουργία των κλεφτών, ένοπλων ληστών και ανταρτών, στα βουνά και τον αντίστοιχο θεσμό των χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση αρματολών, για να ελέγχουν τη δράση των κλεφτών.
Με την έκρηξη του ΄΄Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου΄΄ (1683-1699), οι Βενετοί υπό το Φραντσέσκο Μοροζίνι κατέλαβαν ολόκληρη τη χερσόνησο το 1687, γεγονός που αναγνωρίσθηκε από τους Οθωμανούς με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Οι Βενετοί ίδρυσαν την επαρχία τους ως ΄΄Βασίλειο του Μωρέα΄΄ (Ιτ. Regno di Morea), αλλά η διοίκησή τους αποδείχθηκε αντιλαϊκή και οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη χερσόνησο το 1715. Η Οθωμανική ανακατάληψη ήταν εύκολη και σύντομη και αναγνωρίσθηκε από τη Βενετία με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718.
Η Πελοπόννησος τώρα έγινε ο πυρήνας του Βιλαετίου του Μορέα, με επικεφαλής τον Μορά βαλεσί, που μέχρι το 1780 ήταν Πασάς πρώτης τάξεως (με τρεις αλογοουρές) και είχε τον τίτλο του βεζίρη. Μετά το 1780 και μέχρι την Επανάσταση του 1821 επικεφαλής της επαρχίας ήταν ένας μουχασίλ. Τον πασά του Μωρέα συνέδραμε αριθμός κατώτερων αξιωματούχων, μεταξύ αυτών ένας ντοπιος διερμηνέας (δραγουμάνος), που ήταν ο ανώτερος ντοπιος αξιωματούχος της επαρχίας. Όπως κατά την πρώτη Οθωμανική περίοδο, ο Μωριάς ήταν διαιρεμένος σε 22 περιοχές ή μπεηλίκια. Η πρωτεύουσα ήταν αρχικά στο Ναύπλιο, αλλά μετά το 1786 στην Τριπολιτσά (Τουρ. Τραμπλιτσέ).
Οι Μωραΐτες ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών με Ρωσική βοήθεια κατά τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770, αλλά άμεσα καταπνίγηκαν με βαναυσότητα. αποτέλεσμα ήταν ο συνολικός πληθυσμός να μειωθεί εκείνη την εποχή, ενώ το εντός αυτού Μουσουλμανικό στοιχείο αυξήθηκε. Παρόλα αυτά, τα προνόμια που παραχωρήθηκαν με τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), ιδιαίτερα το δικαίωμα των ντοπιων να εμπορεύονται υπό τη Ρωσική σημαία, οδήγησαν σε σημαντική οικονομική άνθηση των ντόπιων, που, σε συνδυασμό με τις αυξημένες πολιτιστικές επαφές με τη Δύση (διαφωτισμός) και τα ιδεώδη που ενέπνευσε η Γαλλική Επανάσταση έθεσαν τα θεμέλια της Επανάστασης του 1821.

Νεότερη Ιστορία
Οι Πελοποννήσιοι έπαιξαν μείζονα ρόλο στην Επανάσταση του 1821, που ουσιαστικά ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, όταν οι επαναστάτες απέκτησαν τον έλεγχο της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Ο έλεγχος της χερσονήσου, με την εξαίρεση λίγων παραλιακών κάστρων, παγιώθηκε με την Άλωση της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821. Η χερσόνησος έγινε θέατρο σφοδρών μαχών και εκτεταμένης ερήμωσης μετά την άφιξη Αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμπραήμ Πασά το 1825. Η αποφασιστική Ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) διεξήχθη ανοικτά της Πύλου και ένα Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα εκκαθάρισε τις τελευταίες Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις από τη χερσόνησο το 1828. Η πόλη του Ναυπλίου, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου, έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, η περιοχή έγινε σχετικά φτωχή και οικονομικά απομονωμένη. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού της μετανάστευσε στις μεγαλύτερες πόλεις, ιδιαίτερα την Αθήνα και άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Επλήγη βαρύτατα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949, γνωρίζοντας μερικές από τις χειρότερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων.
Στα τέλη Αυγούστου του 2007 μεγάλα τμήματα της Πελοποννήσου επλήγησαν από δασικές πυρκαγιές, που προξένησαν σοβαρές ζημιές σε χωριά και δάση και το θάνατο 77 ανθρώπων. Άγνωστες είναι ακόμη οι συνέπειες των πυρκαγιών στο περιβάλλον και την οικονομία της περιοχής. Θεωρούνται ηυ μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή στη νεότερη ιστορία.

Οικονομία
Γεωργία - κτηνοτροφία - προϊόντα - βιομηχανία
Η οικονομία της Πελοποννήσου βασιζόταν παραδοσιακά αποκλειστικά σχεδόν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βιομηχανία παρουσιάστηκε κυρίως στις περιοχές Πατρών και Αιγίου, που ήταν από οικονομική άποψη οι πιο δραστήριες (μηχανουργεία, βαμβακονηματουργεία, εργοστάσια χαρτιού, κρασιών, ελαστικών, ελαιουργεία, σταφιδεργοστάσια).
Από την άποψη της γεωργίας επικρατεί η καλλιέργεια των δημητριακών, των αμπελιών (για σταφίδες και κρασί), της συκιάς, της ελιάς, του ρυζιού, του βαμβακιού. Επίσης καλλιεργείται καπνός, γεώμηλα, κηπευτικά κι αρκετά εσπεριδοειδή. Αρκετά αναπτυγμένη είναι η εκτροφή προβάτων. Επίσης η αγελαδοτροφία, η πτηνοτροφία και η μελισσοκομία είναι αρκετά διαδεδομένες. Η αλιεία, στις παραλιακές περιοχές και ιδιαίτερα στην Πάτρα, όπου συγκεντρώνεται, έχει αρκετά αποφασιστική συμβολή στην οικονομία του τόπου, κάνει επίσης και εξαγωγές. Επίσης για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούνται και οι λιμνοθάλασσες